Ὀρίων

Ὀρίων
Ὀρίων
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀρίων — ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρίων — ὅριον boundary neut gen pl ὅριος of boundaries masc/fem/neut gen pl ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act masc nom sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὠρίων — ὁρίων , ὅριον boundary neut gen pl ὁρίων , ὅριος of boundaries masc/fem/neut gen pl ὁρίων , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act masc nom sg (doric ionic) ὡρίων , ὥριος produced in season fem gen pl ὡρίων , ὥριος produced in season… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄριον — Ὀρίων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • ορικός — (I) ή, ό (Α ὁρικός, ή, όν) [όρος (Ι)] νεοελλ. φρ. α) «ορική γωνία» φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την… …   Dictionary of Greek

  • οροθεσία — η (Α ὁροθεσία) [οροθέτης] η χάραξη, ο καθορισμός των ορίων και ειδικότερα τών συνόρων που χωρίζουν μια χώρα από μια άλλη μσν. καθορισμός χρονικών ορίων, προσδιορισμός ημερομηνίας αρχ. στον πληθ. αἱ ὁροθεσίαι τα όρια, τα σύνορα …   Dictionary of Greek

  • ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • Λιόν, Ζακ Λουί — (Jacques Louis Lions, Γκρας 1928 – Παρίσι 2001). Γάλλος μαθηματικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σε ηλικία 15 ετών (1943) έλαβε μέρος στην Αντίσταση της χώρας του κατά των Γερμανών. Μετά την απελευθέρωση σπούδασε μαθηματικά στην École… …   Dictionary of Greek

  • ρεμπέτικα τραγούδια — Κατηγορία λαϊκών τραγουδιών, με περιεχόμενο κατ’ αρχήν ερωτικό, αλλά και κοινωνικό. Οι απαρχές τους φαίνεται να επισημαίνονται στην αρχή του αιώνα, κυρίως στη Σμύρνη και στη Θεσσαλονίκη· για τις ρίζες τους υπάρχουν διάφορες απόψεις, όπως ασάφεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”